τσατσάρα

τσατσάρα
чешел

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσατσάρα — η, Ν 1. χτένα με αραιά δόντια για το ξέμπλεγμα τών μαλλιών 2. μικρή χτένα τσέπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zazzara] …   Dictionary of Greek

  • τσατσάρα — η (λ. ιταλ.), χτένι με αραιά δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Imiskoumbria — Infobox musical artist 2 Name = Imiskoumbria Background = group or band Alias = Born = Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Hip hop Years active = 1994–present Label = Minos/EMI (2003 present) Def Jam/Universal (1999 2002) FM Records… …   Wikipedia

  • διαλυστήρα — ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω] 1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι 2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη 3. χτένα, τσατσάρα …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

  • καραφλός — ή, ό φαλακρός, αυτός που του έχουν πέσει τα μαλλιά: Τι τη θέλεις την τσατσάρα, αφού είσαι καραφλός; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”